- στρέμματος
- στρέμμαthat which is twistedneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
σάι — και σάγι και σάδι, το, Ν τμήμα ή διαμέρισμα καλλιεργημένου στρέμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τουρκ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
αγροτική νομοθεσία — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν κυρίως θέματα εποικισμού ή αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων με την παραχώρηση κτημάτων του δημοσίου ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκουν σε διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η α.ν.… … Dictionary of Greek
Ροντ Άιλαντ — (Rhode Island). Ομόσπονδη Πολιτεία των βορειοανατολικών ΗΠΑ, στη Νέα Αγγλία. Βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Ν και συνορεύει με την Πολιτεία Κονέκτικατ στα Δ και Μασαχουσέτη στα Β και στα Α. Έχει έκταση 3144 τ. χλμ. και είναι, κατά συνέπεια … Dictionary of Greek
σάι — το πληθ. σάγια, τα (λ. τουρκ.), τμήμα καλλιεργημένου στρέμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)